πατρομύστης
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one whose father was a μύστης, hereditary μύστης, IGRom.4.1393 (Smyrna).
German (Pape)
[Seite 536] ὁ, ein Ehrenamt bei der asiatischen Musikgesellschaft, pater mystarum Bacchi, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
πατρομύστης: -ου, ὁ, πατὴρ ἢ πρῶτος τῶν μυστῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3173Α. 17., 3195.