βῆγμα
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ατος, τό, (βήσσω)
A expectoration, phlegm, Hp.Morb.2.47.
German (Pape)
[Seite 442] τό, das Ausgehustete, der Auswurf, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
βῆγμα: τό, (βήσσω) ἀπόχρεμψις, φλέγμα. Ἱππ. 475. 40.