ἐξαυγής
From LSJ
English (LSJ)
ές, (αὐγή)
A dazzling white, in Comp., χιόνος E.Rh.304.
German (Pape)
[Seite 874] ές, hell glänzend; πώλων χιόνος ἐξαυγεστέρων Eur. Rhes. 304.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαυγής: -ές, (αὐγὴ) λάμπων ἐκ λευκότητος, κατάλευκος, πώλων... χιόνος ἐξαυγεστέρων Εὐρ. Ρῆσ. 304.