χοιρώδης
From LSJ
Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)
English (LSJ)
ες,
A swinish, Leonid. ap. Aët.16.44, Hdn.Epim.153.
German (Pape)
[Seite 1362] ες, schweinähnlich, schweinisch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χοιρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος χοίρῳ, χοιροειδής, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 292Β, Ἰω. Χρυσ. Ὁμιλ. εἰς τὸ κατὰ Ματθ. Εὐαγγ. ζ΄, 6, κλπ.