καταξιόω

From LSJ
Revision as of 09:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταξιόω Medium diacritics: καταξιόω Low diacritics: καταξιόω Capitals: ΚΑΤΑΞΙΟΩ
Transliteration A: kataxióō Transliteration B: kataxioō Transliteration C: kataksioo Beta Code: katacio/w

English (LSJ)

   A deem worthy, c. acc. et inf., D.59.111; hold in honour, Plb.4.86.8: c. gen. rei, deem worthy of a thing, τάξεως τὸν κίνδυνον Id.1.23.3; τινὰ μεγάλης ἀποδοχῆς D.S.2.60:—Med., οὔτε νιν . . Δίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο did not regard and hold in high esteem, A.Th.667:—Pass., to be held worthy, πρεσβείας Plb.12.10.8, cf. Iamb.VP36.265; ἔργον ἐπιφανὲς καὶ κατηξιωμένον Plb.5.83.4.    II command, bid, πολλὰ Χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ A.Ag.572; σύ τοι κατηξίωσας thou didst decree it so, S.Ph.1095 (lyr.).    III deign, vouchsafe, c. inf., Luc. Ind.3, Jul.Ep.204, PLond.2.232.14 (iv A.D.), POxy.1214 (v A.D.), etc.    IV in bad sense, τῶν ἐν μέρους εἴδει πεφυκότων μηδενὶ καταξιώσωμεν let us not degrade it by likening it to... Pl.Ti.30c.    V in argument, claim, maintain, Phld.Sign.30, al.:—Med., c. inf., Id.Rh.1.32S.

German (Pape)

[Seite 1367] für würdig halten, würdigen; κατηξιοῦτε ταύτην μετέχειν τῆς πόλεως Dem. 59, 111; τάξεως Pol. 1, 23, 3; N. T.; von Thom. Mag. verworfen; übh. = in Ehren halten, Pol. 4, 86, 8. – Das med. hat Aesch. Spt. 649, Δίκη προσεῖπε καὶ κατηξιώσατο, hat ihn ihrer gewürdigt. – Wie das simplex, befehlen, bestimmen, πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ Aesch. Ag. 588, Soph. Phil. 1084 σύ τοι κατηξίωσας, du hast das Leid dir selbst bestimmt, zugezogen.

Greek (Liddell-Scott)

καταξιόω: θεωρῶ ἄξιον τιμῆς, ἀξιῶ, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Τίμ. 30C· κ. ταύτην μετέχειν τῆς πόλεως Δημ. 1383. 11· μετὰ γεν. πράγμ., θεωρῶ ἄξιον πράγματός τινος, τιμῶ, Πολύβ. 1. 23, 3· τινὰ πρεσβείας κ. 12. 11, 8.- «οἱ δὲ οὐ καταξιοῦντες τὸν Τίμαρχον διὰ τὸ συνειδέναι, τίς ἦν οὐ προσεδέξαντο» Σουΐδ. - Μέσ., οὔτε νιν… Δίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο, δὲν ηὐνόησε, δὲν ἐξετίμησε πολὺ (οὐδὲ προσιδεῖν κατηξιώσατο) Αἰσχύλ. Θήβ. 667.- Παθ., ἔργον ἐμφανὲς καὶ κατηξιωμένον Πολύβ. 5. 83, 4. ΙΙ. ὡς τὸ κελεύωλέγω, Λατ. jubeo valere, πολλὰ χαίρειν ξυμφοραῖς καταξιῶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 572· σύ τοι κατηξίωσας, σὺ τὸ ἠθέλησας, (ἐπὶ κακῆς σημασ.), Σοφ. Φ. 1095.