λαγαρότης
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A slackness, Hld.9.15, Anon. ap. Suid. s.v. λαγαρόν. II of a verse, v. foreg. 4, Eust.1464.63.
German (Pape)
[Seite 3] ητος, ἡ, die Schmächtigkeit, Dünnheit, ὁπλίζειν τε ἅμα καὶ τῇ λαγαρότητι μὴ ἐμποδίζειν τοὺς δρόμους, Heliod. 9, 15. – Vom Verse sagt Eust. 1464, 68 λαγαρότητα ἔπαθε, wenn er in der Mitte eine Kürze statt der Länge hat. S. λαγαρός.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγᾰρότης: -ητος, ἡ, χαλαρότης, ἀδυναμία, Ἡλιόδ. 9. 15, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. λαγαρόν· - ἐπὶ στίχου, ἴδε τὸ προηγ., Εὐστ. 1464. 63..