προξυράω
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
English (LSJ)
A shave beforehand, Heraclid.Tar. ap. Gal.12.402, Crito ib.484, Alex.Trall.1.1.
German (Pape)
[Seite 737] vorher scheeren, προεξυρημένοι τὰς καρδίας, Luc. Alex. 15, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
προξῠράω: ξυρίζω ἐκ τῶν προτέρων, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 4. ― Παθ., προεξυρημένοι (ἔνθα νῦν προεξῃρημένοι) τοὺς ἐγκεφάλους Λουκ. Ἀλέξ. 15· ― ὡσαύτως προξυρεύω, Γαλην. 14. 395· προξυρίζω, Ὀρειβάσ. 297 Matth.· καὶ οὐσιαστ. προξύρισις, ἡ, τὸ προξυρᾶν, αὐτόθι.