ὀπτήρ
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (ὄψ)
A one who looks or spies, spy, scout, Od. 14.261, A.Supp.185, S.Aj.29. II one who has seen, Id.Ichn.77 ; eye-witness, Antipho 5.27, X.Cyr.4.5.17.
German (Pape)
[Seite 363] ῆρος, ὁ, der nach Etwas sieht, der Späher; ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὤτρυνα νέεσθαι, Od. 14, 261. 17, 430; Aesch. Suppl. 182; Soph. Ai, 29; Xen. Cyr. 5, 4, 17 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτήρ: -ῆρος, ὁ, (ἴδε ὄψ), ὁ βλέπων ἢ κατοπτεύων, κατάσκοπος, Λατιν. speculator, Ὀδ. Ξ. 261, Ρ. 430, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 185, Σοφ. Αἴ. 29. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀπτήρ· ὁρατήρ. ἐπόπτης». ΙΙ. παρὰ πεζογράφοις, αὐτόπτης μάρτυς, Ἀντιφῶν 132. 33, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 17.