εἰσαγωγή
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
ἡ,
A bringing in, ὑδάτων, ὕδατος, Str.5.3.8, IGRom. 3.804 (Aspendus) ; σίτου PSI5.500 (iii B.C.). 2 introduction, as of heirs by adoption, Is.10.9 (pl.); of children to a φρατρία, IG22.1237.108. 3 importation of goods, etc., Pl.Lg.847d, Arist.Rh. 1360a14, SIG278.11 (Priene). 4 raising of taxes, PAmh.2.31.6 (ii B.C.), etc. II as law-term, bringing of causes into court, Pl. Lg.855d(pl.); τῶν κλήρων Is.4.12 (pl.). III introduction to a subject, elementary teaching, Ph.Bel.56.12, D.H.Amm.2.1 (pl.), Ph.1.487, Arr.Epict.1.29.23, S.E.M.8.428 (pl.) ; elementary treatise, Εἰ. εἰς τὴν περὶ ἀγαθῶν καὶ κακῶν πραγματείαν, title of work by Chrysippus, cf. Plu.2.43f(pl.), Gal.Libr.Propr.Prooem. IV channel of entrance to a harbour, Str.17.1.18, Peripl.M.Rubr.37. V office of εἰσαγωγεύς II, Hsch.
German (Pape)
[Seite 740] ἡ, die Einführung, Ggstz ἐξαγωγή, Plat. Legg. VIII, 847 d; τῶν εἰσποιητῶν, Einschreibung in die Bürgerlisten, Is. 10, 9. – Bes. Einleitung eines Processes, Plat. Legg. IX, 855 d 871 c, wie vielleicht Is. 4, 12 αἱ εἰς. τῶν κλήρων zu nehmen. – Bei Sp. Einleitung in eine Wissenschaft, z. B. ἡ εἰς. ἡ εἰς τὴν περὶ ἀγαθῶν καὶ κακῶν πραγματείαν, von Chrysipp, Ath. VI, 159 d; übh. wissenschaftliche Abhandlung, Plut. de audit. 7 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσᾰγωγή: ἡ, ἡ ἐγγραφὴ τῶν εἰσποιητῶν εἰς τοὺς καταλόγους τῶν πολιτῶν, Ἰσαῖος 80. 11. 2) εἰσαγωγὴ ἐμπορευμάτων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξαγωγή, Πλάτ. Νόμ. 847D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 11. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, τὸ εἰσάγειν ὑποθέσεις εἰς τὸ δικαστήριον, «ἀρχὴ Ἀθήνησι τῶν τὰ ἐγκλήματα εἰσαγόντων» Ἡσύχ., (ἴδε εἰσάγω ΙΙ. 3), Πλάτ. Νόμ. 855D, πρβλ. Ἰσαῖον 47. 32. ΙΙΙ. ἐν τῇ ῥητορικῇ, στοιχειώδης πραγματεία, εἰσαγωγή, Πλούτ. 3. 43F, ἔνθα ἴδε Wyttenb.