διαυλωνισμός
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A passage of wind through a narrow opening, Eust.1107.63.
German (Pape)
[Seite 609] ὁ, πνευμάτων ἀνακαμπτικός, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
διαυλωνισμός: -οῦ, ὁ, δίοδος διὰ μέσου στενοῦ ἀνοίγματος, Εὐστ. 1107. 63.