ἵπφαρμος
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ἀρχή τις, Hsch. (prob.
A = ἱππαρμοστής).
Greek (Liddell-Scott)
ἵπφαρμος: -ου, ὁ, «ἀρχή τις» Ἡσύχ., πιθαν. = ἱππαρμοστής.