νῆμα
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
ατος, τό, (νέω B)
A that which is spun, thread, yarn, Od.4.134, E. Or.1433 (lyr.), Pl.Plt.282e: pl., Od.2.98, 19.143; thread of a spider's web, Hes.Op.777; of the Fates, Μοιράων νῆμ' ἄλλυτον Phanocl.2, cf. IG14.1188.11; οὔπω πεπλήρωται τὸ ν. αὐτοῦ his destiny, Luc.Philops. 25; νήματα σηρικά silk sutures, Gal.10.942.
German (Pape)
[Seite 252] τό, das Gesponnene (νέω), der Faden, das Garn, Od. 2, 98. 4, 134. 19, 143; auch der Faden des Spinngewebes, Hes. O. 779, wie ἀράχνης Lucill. 65 (XI, 106); νήματα ἵετο πέδῳ, Eur. Gr. 1433; Plat. Polit. 282 e, der Faden; neben ὑφή, Plut. sol. anim. 10; ἐκ λεπτῶν νημάτων, Luc. Cont. 16.
Greek (Liddell-Scott)
νῆμα: τό, (νέω, νήθω, «γνέθω») τὸ κλωσθέν, νῆμα, κλωστή, γνέμα, Ὀδ, Δ. 134, Πλάτ. Πολιτ. 282Ε· ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Β. 98., Τ. 143, Εὐρ. Ὀρ. 1433 - ἡ κλωστὴ τῆς ἀράχνης, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 775· ἐπὶ τῶν Μοιρῶν, Μοιράων νῆμ’ ἄλυτον Φανοκλ. 2. πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 154· οὔπω πεπλήρωται τὸ νῆμα αὐτοῦ, ἡ μοῖρά του, τὸ τέλος του, Λουκ. Φιλοψ. 25.