παραίρημα

From LSJ
Revision as of 10:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραίρημα Medium diacritics: παραίρημα Low diacritics: παραίρημα Capitals: ΠΑΡΑΙΡΗΜΑ
Transliteration A: paraírēma Transliteration B: parairēma Transliteration C: parairima Beta Code: parai/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A edge or selvage of cloth: generally, band, strip, Th.4.48; prob. for παραίρεμα or πάρερμα in Hp.Off.12; expld. by παράρματα ἱματίων, Hsch.

German (Pape)

[Seite 480] τό, Sahlband, Sahlleiste, dergleichen an den Tüchern angewebt waren und vom Schneider weggenommen wurden, Poll. 7, 64 u. a. VLL.; bei Thuc. 4, 48 Streifen od. Schleifen zum Erhängen.

Greek (Liddell-Scott)

παραίρημα: τό, τὸ πρὸς ταῖς ᾤαις μέρος τῶν ἐσθήτων, Πολυδ. Ζ΄, 64· καθόλου, ταινία, λωρίς, Θουκ. 4. 48· οὕτως ἐν Ἱππ. π. Ἰηρ. 745, ἔνθα τὰ ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τοῦ παραίρεμα, παρείεμα, πάρερμα, ὁ Littré (3. 314) διορθοῖ τοῦ παραίρημα· - ὁ Γαλην. 12. 345 ὡς φαίνεται ἀνέγνω παράρματα, ὅπερ φαίνεται ὅτι ἦτο ὁ ἐν τῇ ὁμιλίᾳ συνήθης τύπος, διότι ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει παραιρήματα διὰ τοῦ παράρματα ἱματίων