ἀναθεματικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A = ἀναθηματικός, πίνακες Roussel Cultes Égyptiens 222 (Delos, ii B. C.), D.S.31.8.
German (Pape)
[Seite 188] schlechte F. für ἀναθηματικός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθεματικός: -ή, -όν, ἀδόκιμος τύπος ἀντί ἀναθηματικός, Γραμμ.: - ὡσαύτως, ἀναθεματιαῖος, α, ον, Σχόλ. εἰς Ἰλ., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 543.