τετράμετρος

From LSJ
Revision as of 10:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμετρος Medium diacritics: τετράμετρος Low diacritics: τετράμετρος Capitals: ΤΕΤΡΑΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: tetrámetros Transliteration B: tetrametros Transliteration C: tetrametros Beta Code: tetra/metros

English (LSJ)

ον,

   A consisting of four metres, i.e., in iambic and trochaic verse, consisting of four double feet or syzygies: τὸ τετράμετρον is generally the trochaic tetrameter, Ar.Nu.642,645, X.Smp.6.3, Arist.Rh.1404a31, 1409a1, Po.1459b37: also the anapaestic tetrameter, called τὸ Ἀριστοφάνειον (as in Nu.957 sq.), D.H. Comp.25; cf. τρίμετρος.    2 γωνίαι τ. square, i.e. right, angles, Callix.2 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 1098] vier Maaße haltend; γωνίαι, Ath. V, 199 c, scheint »viereckig« zu bedeuten; – in der Metrik = aus vier Maaßen bestehend, ein trochäischer, jambischer u. anapästischer Rhythmus aus vier Dipodien bestehend, in dactylischen u. andern Versen aus vier einfachen Versfüßen bestehend, Gramm.; – τὸ τετράμετρον, Ar. Nubb. 632; Xen. Conv. 6, 3.

Greek (Liddell-Scott)

τετράμετρος: [ᾰ], -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ τεσσάρων μέτρων· δηλ. ἐπὶ ἰαμβικῶν καὶ τροχαϊκῶν στίχων, ὁ συγκείμενος ἐκ τεσσάρων διποδιῶν ἢ συζυγιῶν· τὸ τετράμετρον, Λατ. versus octonarius, εἶναι καθόλου τροχαϊκὸν τετράμετρον, Ἀριστοφ. Νεφ. 642, 645, Ξεν. Συμπ. 6. 3, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 9., 3. 8, 4, Ποιητ. 4, 18· ὡσαύτως καὶ τὸ ἀναπαιστικὸν τετράμετρον, καλούμενον τὸ Ἀριστοφάνειον (ὡς ἐν Νεφ. 957 κἑξ.), Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, πρβλ. τρίμετρος. 2) γωνίαι τ., ὀρθαὶ γωνίαι, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199D.