κατασκαφής
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (LSJ)
ές,
A dug down, κ. οἴκησις the deep-dug dwelling, i. e. the grave, ib.891.
German (Pape)
[Seite 1377] ές, eingegraben, οἴκησις, das Grab, Soph. Ant. 882.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκαφής: -ές, ὁ πολὺ σκαφείς, βαθέως ἐσκαμμένος, κ. οἴκησις, τὸ βαθέως ἐσκαμμένον οἴκημα, δηλ. ὁ τάφος, Σοφ. Ἀντ. 891.