περίσημος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
Dor. -σᾱμος, ον, (σῆμα)
A very famous, notable, E.HF 1018 (Sup., lyr.), Call.Fr.1.54 P., Mosch.1.6, Ph.2.330 (Sup.); περιστερεών POxy.1278.12 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 591] sehr kenntlich, ausgezeichnet, berühmt; ὁ φόνος περισαμότατος, Eur. Herc. Fur. 1017; παῖς, Mosch. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
περίσημος: Δωρ. -σᾱμον, ον, (σῆμα) λίαν πεφημισμένος ἢ ἐπίσημος, περίφημος, διαβόητος, Λατ. insignis, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1018, Μόσχ. 1. 6· ὑπερθ. -ότατος Φίλων 2. 330.