καρκινόω

From LSJ
Revision as of 10:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρκῐνόω Medium diacritics: καρκινόω Low diacritics: καρκινόω Capitals: ΚΑΡΚΙΝΟΩ
Transliteration A: karkinóō Transliteration B: karkinoō Transliteration C: karkinoo Beta Code: karkino/w

English (LSJ)

   A make crab-like, κ. τοὺς δακτύλους crook one's fingers like crab's claws, Antiph.55.15:—Pass., of roots, spread crab-wise, Thphr.HP1.6.3, CP3.21.5:—also in Act., cause to spread, ὁ Χειμὼν πιλώσας καὶ καρκινώσας τὰς ῥίζας ib.3.23.5.    II in Pass., also, suffer from cancer, Hp.Nat.Mul.31; become cancerous, ἐκινδύνευσεν καρκινωθῆναι τὰ ἕλκεα Id.Mul.1.40.

German (Pape)

[Seite 1328] wie einen Krebs krümmen, z. B. τοὺς δακτύλους, beim Kottabusspiel, Antiphan. bei Ath. XV, 667 a; – καρκινοῦσθαι, an der Krankheit des Krebses leiden, Hippocr., Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

καρκῐνόω: μέλλ. -ώσω, κάμνω τι ὅμοιον πρὸς καρκίνον, κ. τοὺς δακτύλους, συγκάμπτω ἢ κυρτώνω αὐτοὺς ὡς χηλὰς καρκίνων, Ἀντιφάνης ἐν Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 15˙ ἴδε Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2, σ. 180. - Παθ., ἐπὶ ῥιζῶν, περιπλέκομαι, «ἐμπερδεύομαι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 3, π. Φυτ. Αἰτ. 1. 12, 3, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «καρκινοῦται˙ ὅταν ῥιζοῦται ὁ σῖτος καὶ σκληρύνεται». ΙΙ. ἐν τῷ Παθ. ὡσαύτως, πάσχω ἐκ καρκίνου, Ἱππ. 570. 30.