ἄνευς
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Greek (Liddell-Scott)
ἄνευς: (= ἄνευ)˙ ἄνευ βουλὰν καὶ ζᾶμον πλαθύοντα Ἐπιγρ. Ὀλυμπίας, Arch. Ztg. 1879, σ. 47. Μόνον ὁ τύπος ἄνις ἀσφαλῶς παραδοθεὶς ἐκ τῆς ἀρχαιότητος εὕρηται ἐν τῷ Θησ. Στεφ. - Ἡ μετ’ αἰτιατικῆς σύνταξις τοῦ ἄνευ ὁμοία τῇ τῆς ὑπὲρ προθέσεως. Ἴδε ὑπὲρ ἐν τῇ Συναγ. Ἀθησ. λέξ. Κουμανούδη.