διακέλευμα
From LSJ
English (LSJ)
(better than διακέλ-ευσμα), ατος, τό,
A an exhortation, command, Pl.Lg.805c.
German (Pape)
[Seite 581] τό, für διακέλευσμα aus mss. hergestellt von Bekk. Plat. Legg. VII, 805 c, Befehl.
Greek (Liddell-Scott)
διακέλευμα: (ἢ -κέλευσμα), τό, παρακίνησις, προσταγή, πρόσταγμα, Πλάτ. Νόμ. 805C.