διακλάω

From LSJ
Revision as of 10:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακλάω Medium diacritics: διακλάω Low diacritics: διακλάω Capitals: ΔΙΑΚΛΑΩ
Transliteration A: diakláō Transliteration B: diaklaō Transliteration C: diaklao Beta Code: diakla/w

English (LSJ)

   A break in twain, τόξα . . χερσὶ διακλάσσας (Ep. for -κλάσας) Il. 5.216.    II Pass., = διαθρύπτομαι, διακλᾶσθαι Ἰωνικῶς practise soft Ionian airs, cj. in Ar.Th.163; διακεκλασμένος enervated, Luc.Demon. 18; δ. ὄμμα prob. in Zeno Stoic.1.58; διακλώμενοι ῥυθμοί, opp. ἀνδρώδεις, D.H.Dem.43, cf. Comp.17.

German (Pape)

[Seite 582] (s. κλάω), durch-, zerbrechen; Iliad. 5, 216 τάδε τόξα ἐν πυρὶ θείην χερσὶ διακλάσσας; – gew. übertr., entkräften, verweichlichen, VLL. διαθρύπτω; διεκλῶντ' Ἰωνικῶς, sich weichlichen, ionischen Tänzen hingeben, Ar. Th. 163; θηλυδρίας καὶ διακεκλασμένος Luc. Demon. 18; auch διακλώμενοι ῥυθμοί, kraftlose, D. Hal. iud. Thuc. 43.

Greek (Liddell-Scott)

διακλάω: (ἴδε ἐν λ. κλάω), θραύω εἰς δύο, τόξα… χερσὶ διακλάσσας (Ἐπ. ἀντὶ -κλάσας) Ἰλ. Ε. 216. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ὡς τὸ διαθρύπτομαι, Λατ. frangi, διακλᾶσθαι Ἰωνικῶς, μεταχειρίζεσθαι τρόπους καὶ τσακίσματα Ἰων. (motus Ionici), Ἀριστοφ. Θεσμ. 163· διακεκλασμένος, ἐκνενευρισμένος, Λουκ. Δημών. 18· διακλώμενοι ῥυθμοί, ἀντίθ. ἀνδρώδεις, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43, κτλ.