ἐγγύη

From LSJ
Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγγύη Medium diacritics: ἐγγύη Low diacritics: εγγύη Capitals: ΕΓΓΥΗ
Transliteration A: engýē Transliteration B: engyē Transliteration C: eggyi Beta Code: e)ggu/h

English (LSJ)

(rarely ἐγγύα; but

   A τὴν ἐγγύαν IG11(2).226 A 29 (Delph., iii B.C.), cf. Epich. (v. infr.), PSI4.346 (iii B.C.)), ἡ: (ἐν, γύαλον, cf. ἐγγυαλίζω):—pledge put into one's hand: generally, surety, security, whether received or given, Od.8.351; ἐ. τιθέναι τινί A.Eu.898; ἐγγύας ἀποτίνειν ὑπέρ τινος Antipho 2.2.12; ἐ. ἐγγυᾶσθαι (v. ἐγγυάω 11); ἀποδιδόναι D.53.27; ἐ. ὁμολογεῖν, = Lat. vadimonium facere, D.H.11.32, OGI455.3 (Epist. M. Antonii); τῆς ἐ. τῆς ἐπὶ τὴν τράπεζαν D. 33.10; ἐγγύας ἄτα 'στι θυγάτηρ, ἐγγύα δὲ ζαμίας Epich.268: prov., ἐγγύη, πάρα δ' ἄτη Pl.Chrm.165a, etc.    2 betrothal, Pl.Lg.774e; ἐ. ποιεῖσθαί τινος Is.3.28.    3 ἐ.· σημεῖον ἐν θυτικῇ, Hsch. [ῠ; ῡ only in AP9.366.]

German (Pape)

[Seite 701] ἡ (γυῖον), 1) die Bürgschaft, die in Einhändigung eines Pfandes besteht, Gewährleistung; Od. 8, 351; τιθέναι τινί, Aesch. Eum. 858; vgl. ἑγγυᾶσθαι; ἐγγύας ἀποτίνειν ὑπέρ τινος, Antiph. 2 β 12; ἡ ἐπί od. πρὸς τὴν τράπεζαν ἐγ., Dem. 33, 10. 11, die Caution beim Wechsler; ὁμολογεῖν, Bürgschaft geben, D. Hal. 11, 32. – 2) Verlobung; ἐγγύας ποιεῖσθαι, Dem. 46, 18; vgl. Plat. Legg. VI, 774 e; Plut. Cat. mai. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγύη: (οὐχὶ ἐγγύα), ἡ, (ἐν, γύαλον, πρβλ. ἐγγυαλίζω)· - ἐνέχυρον τιθέμενον εἰς τὴν χεῖρά τινος· καθόλου, ἀσφάλεια, βεβαίωσις, ἐγγύησις, εἴτε λαμβανομένη, εἴτε διδομένη, Λατ. vadimonium, Ὀδ. Θ. 351 (ἴδε ἐγγυάω Ι)· ἐγγύην τιθέναι τινὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 898 ἐγγύας ἀποτίνειν ὑπέρ τινος Ἀντιφῶν 117. 34· ἐγγύην ἐγγυᾶσθαι (ἴδε ἐγγυάω ΙΙ)· ἀποδιδόναι Δημ. 1255. 2· τῆς ἐγγύης τῆς ἐπὶ τὴν τράπεζαν Δημ. 895. 16· ἐγγύας ἄτα ’στι θυγάτηρ, ἐγγύα δὲ ζαμίας Ἐπίχ. 150 Ahr.· πρβλ. ἐγγυάω Ι. 1. 2) ἀρραβών, μνηστεία, Πλάτ. Νόμ. 774Ε, Ἰσαῖος 40. 39. ῡ ἐν Ἀνθ. Π. 9. 366.