ὀρειφοίτης

From LSJ
Revision as of 10:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειφοίτης Medium diacritics: ὀρειφοίτης Low diacritics: ορειφοίτης Capitals: ΟΡΕΙΦΟΙΤΗΣ
Transliteration A: oreiphoítēs Transliteration B: oreiphoitēs Transliteration C: oreifoitis Beta Code: o)reifoi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A mountain-roaming, Phanocl.3 :—so ὀρείφοιτοι ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία, Babr.91.2,95.25 ; ὀρείφοιτοι Βάκχαι Corn.ND30.

German (Pape)

[Seite 372] ὁ, = Folgdm, Phanocl. bei Plut. Symp. 4, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειφοίτης: -ου, ὁ, ὁ εἰς τὰ ὄρη φοιτῶν, ὁ περιτρέχων τὰ ὄρη, ὀρειβάτης, Φανοκλ. 3· - οὕτως, ὀρείφοιτοι ποιμένες, ὀρείφοιτα θηρία Βάτρ. 91. 2., 95. 25: - Κατὰ τὸν Μέγαν Ἐτυμολ. (461, 21) τὸ ὄρος «ἀποβάλλει τὸ ς καὶ τρέπει τὸ ο εἰς ε καὶ προσλαμβάνει τὸ ἰῶτα: ὄρος, ὀροφοίτης, ὀρεφοίτης, καὶ ὀρειφοίτης».