ἀπαρατήρητος
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
English (LSJ)
A not observed, IG22.1035.11 (i B.C.). Adv. -τως without precautions, Plb.3.52.7, 14.1.12, J.BJ4.3.3, Ph.Fr.105H.
German (Pape)
[Seite 280] unbeobachtet, Ios.; – adv., ohne Vorsichtsmaßregeln, Pol. 3, 52. 14, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρατήρητος: -ον, ὁ μὴ παρατηρούμενος ἢ ὁ μὴ παρατηρηθείς, ὁ ἄνευ παρατηρήσεως Ὠριγέν. τ. 3. 619Β. 2) ὁ μὴ παρατηρῶν, ἀπρόσεκτος, Βασίλ. ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 3. 52, 7., 14, 1, 12.