ἐκσπάω

From LSJ
Revision as of 10:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσπάω Medium diacritics: ἐκσπάω Low diacritics: εκσπάω Capitals: ΕΚΣΠΑΩ
Transliteration A: ekspáō Transliteration B: ekspaō Transliteration C: ekspao Beta Code: e)kspa/w

English (LSJ)

fut. -άσω,

   A draw out, ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος Il.6.65 ; σπάρτον Hero Aut.25.6 ; pull up, [χάρακα] Plb.18.18.14 :—and so Med., ἐκσπασσαμένω δολίχ' ἔγχεα having drawn out their spears, Il. 7.255 :—Pass., [τρίχες] ἐκσπῶνται Arist.Pr.893a20, cf. Hero Aut.16.2.    II remove by force, τοὺς ἐν τῷ ἱερῷ παστοφόρους OGI736.7 (Fayûm).

German (Pape)

[Seite 779] (s. σπάω), herausziehen; ἐξέσπασε ἔγχος Il. 6, 65; Ar. Th. 510 u. Sp.; med., ἔγχεα ἐκσπασσαμένω, als sie ihre Speere herausgezogen hatten, Il. 7, 255; βόλον Eur. El. 582.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσπάω: μέλλ. -άσω, ἐκσπῶ, ἐκβάλλω διὰ τῆς βίας, ἐξέλκω. Ἀτρεΐδης δὲ λὰξ ἐν στήθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος Ἰλ. Ζ. 65· οὕτω δὲ καὶ μέσ. ἐκσπασσαμένω δολίχ’ ἔγχεα σύραντες ἔξω, ἐξελκύσαντες τὰ μακρὰ αὐτῶν δόρατα, Ἰλ. Η. 255· ἢν ἐκσπάσωμαι... βόλον Εὐρ. Ἠλ. 582· - Παθ., τρίχες ἐκσπῶνται Ἀριστ. Προβλ. 10. 22· ἐκβάλλω, οὔτ᾿ ἐπιλαβόμενον ἐκσπάσαι ῥᾴδιον (τὸν χάρακα ἐκ τῆς γῆς), Πολύβ. 18. 1, 14.