παρανήχομαι

From LSJ
Revision as of 10:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανήχομαι Medium diacritics: παρανήχομαι Low diacritics: παρανήχομαι Capitals: ΠΑΡΑΝΗΧΟΜΑΙ
Transliteration A: paranḗchomai Transliteration B: paranēchomai Transliteration C: paranichomai Beta Code: paranh/xomai

English (LSJ)

   A swim along the shore, εἰ δέ κ' ἔτι προτέρω παρανήξομαι Od.5.417 ; ἐν χρῷ παρενήχοντο τὴν γῆν Plu.2.161f : c. acc. loci, swim past, Poet. ap. eund.2.90d : metaph., παρενήξατο τὸ πλεῦν ἥβης AP6.296 (Leon.) ; swim beside, τῇ τριήρει Plu. Them. 10; παρὰ τὰ πλοῖα Id.Tim.19.

German (Pape)

[Seite 491] daneben vorüberschwimmen, wie παρανέω; Od. 5, 417; Plut. Timol. 19 u. öfter; Luc. Mar. D. 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

παρανήχομαι: ἀποθ., νήχομαι, κολυμβῶ παρὰ τὴν ἀκτὴν, εἰ δέ κ’ ἔτι προτέρω παρανήξομαι Ὀδ. Ε. 417· οὕτω, νῆχε πάρεξ Δ. 39· μετ’ αἰτ. τόπου, παρέρχομαι κολυμβῶν, Πλούτ. 2. 90D, πρβλ. Wytt εἰς Πλούτ. 161F· -μεταφορ., παρενήξατο τὸ πλεῦν ἥβης Ἀνθ. Π. 6. 296· νήχομαι πλησίον, τῇ τριήρει Πλουτ. Θεμιστ. 10· παρὰ τὰ πλοῖα ὁ αὐτ. ἐν Τιμολ. 19.