διαστολή
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ἡ, (διαστέλλω)
A drawing asunder, dilatation, of the lungs, Arist.Aud.800a35; of the heart, Gal.2.597; of the pulse, Id.8.736, al.; δ. χειλέων parting of the lips, i.e. utterance, LXX Nu.30.7. b separation, Thphr.CP3.16.3; notch or nick, Plu.Cic.1; boundary, fence, Tab.Heracl.2.46; fencing off, τῆς γῆς PAmh.2.40.25 (ii B. C.). 2 distinction, Chrysipp.Stoic.2.158, LXX Ex.8.23, Epicur.Nat.28.7, Phld.Piet.123, Ep.Rom.3.22; ἁγίων καὶ βεβήλων Ph.2.159; μετὰ διαστολῆς προενεχθέντα with discrimination, Demetr.Lac.1014.48 F.; detailed statement or explanation, Plb.1.15.6; ἀξίους μνήμης καὶ δ. Id.16.14.2, cf. SIG284.11 (Chios), Apollon.Cit.3; specification of items in an account, PRyl.65.17 (i B. C.); article in a contract, etc., PTheb.Bank6.8, 7.7. 3 command, injunction, order, LXX Nu.19.2, al., PTeb.24.45 (ii B.C.), etc. 4 payment, BGU485.26, PTeb.363.1(ii A. D.). II Gramm., comma (as in ὅ, τι), D.T.629. b distinction, γενῶν A.D.Pron.11.28,al. c opposition, πρός τι ib.41.24. 2 in Music, distinctness, of notes, 1 Ep.Cor.14.7.
German (Pape)
[Seite 604] ἡ, 1) das Auseinanderziehen, Ausdehnen, Medic.; Ggstz συστολή, Plut. plac. phil. 4, 22; bei Gramm. Dehnung einer von Natur kurzen Sylbe. – 2) die Trennung, Scheidung, Plut. Nic. 19; vgl. Cic. 1 ἐν τῷ πέρατι τῆς ῥινὸς διαστολὴν ἀμβλεῖαν εἶχεν, ὥσπερ ἐρεβίνθου διαφυήν. – Bei den Gramm., wie ὑποδιαστολή, Unterscheidungszeichen; auch = Interpunction. Dah. – 3) deutliche Auseinandersetzung, genaue Erzählung, Pol. 3, 7 u. öfter; μετὰ διαστολῆς ποιεῖσθαι τὴν ἐξήγησιν, entgeggstzt ἐπικεφαλαιοῦσθαι, 2, 40.
Greek (Liddell-Scott)
διαστολή: ἡ, (διαστέλλω) ὁ διαχωρισμὸς τῶν μερῶν ἢ μορίων, ἀνάπτυξις, δι’ ἧς καταλαμβάνει τι μείζονα χῶρον· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, Ἀριτ. Ἀκουσμ. 7, 11, Γαλην. 2. 255Α. β) διαχωρισμός, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 16, 3· χάραγμα, ἐντομή. Πλούτ. Κικ. 1. 2) διάκρισις, ὁ αὐτ. 2. 1079Β· λεπτομερής, ἀκριβὴς ἀφήγησις. Πολύβ. 1. 15, 6, κτλ.· διαίρεσις ἢ περίφραγμα, Πίν. Ἡρακλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5575. 46. ΙΙ. ἡ ἐπιμήκυνσις συλλαβῆς, ἀντίθ. συστολή, Γραμμ. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, παῦλα, παῦσις.