πολυάχητος
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
[ᾱ], ον, Dor. for πολυήχητος.
German (Pape)
[Seite 660] = πολυήχητος, κῶμος, Eur. Alc. 921.
Greek (Liddell-Scott)
πολυάχητος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πολυήχητος.