κακοφραδία
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A folly, κακοφραδίῃσι τιθήνης h.Cer.227: sg., Nic.Th.348, Q.S.12.554.
German (Pape)
[Seite 1305] ἡ, schlechte Denkart, Thorheit, Unverstand, H. h. Cer. 227 u. sp. D., wie Nic. Th. 348 Qu. Sm. 12, 554.
Greek (Liddell-Scott)
κακοφρᾰδία: Ἰων. -ίη, ἡ, κακὴ σκέψις, ἀνοησία, ἄνοια, μωρία, κακοφραδίῃσι τιθήνης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 227, πρβλ. Νικ. Θηρ. 348, Κόϊντ. Σμ. 12. 554.