ἐκφαντορία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A revealing of secret things, Suid.
German (Pape)
[Seite 784] ἡ, Offenbarung, Erklärung, Dion. Areop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφαντορία: ἡ, φανέρωσις μυστικῶν πραγμάτων, Γαλην., Διονύσ. Ἀρεοπ. 137C, 201A, κλ.: πρβλ. ἔκφανσις, διασάφησις.