πυρφόρος

Revision as of 10:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A fire-bearing, esp. of lightning, π. κεραυνός Pi.N.10.71, A.Th.444, S.OC1658; ἀστραπαί Id.OT200 (lyr.); Διὸς ἔγχος Ar.Av.1749 (lyr.); πυρφόρος αἰθέρος ἀστήρ Id.Th.1050 (lyr.).    b π. οἰστοί arrows with combustibles tied to them, so that they may set fire to woodwork, Th.2.75, Arr.An.2.21.3; τοῖς μὲν π . . . τοῖς δ' ἄλλοις βέλεσι D.S.20.96; οἱ π. ibid.; πυρφόρα, τά, ib. 88; πυρφόρος, ὁ, engine for throwing fire, fire-dart, Plb.21.7.1 (dub.), Jul.Or.2.62d.    II in special senses,    1 epith. of several divinities, as of Zeus in reference to his lightnings, S.Ph.1198 (anap.); of Demeter, prob. in reference to the torches used by her worshippers, E.Supp.260; similarly π. θεαί of Demeter and Persephone, IG4.666.9 (Lerna), E.Ph.687 (lyr.); π. Ἀρτέμιδος αἴγλας S.OT 206 (lyr.); Προμηθεὺς π. the Fire-bringer, title of a satyric play of A., cf.S.OC55; also of Capaneus, A.Th.432, S.Ant.135 (lyr.); of Eros, AP5.87 (Rufin.); but, θεὸς π. the fire-bearing god, the god who produces plague or fever, S.OT27.    2 bearer of sacred fire in the worship of Asclepius, Ἀσκληπιοῦ δμῶα π. IG3.693; of the Syrian Goddess, Luc. Syr.D.42.    b πυρφόρος, ὁ, in the Spartan army, the priest who kept the sacrificial fire, which was never allowed to go out, X.Lac.13.2: hence prov. of a total defeat, ἔδει δὲ μηδὲ πυρφόρον . . περιγενέσθαι Hdt.8.6, cf. D.C.39.45; οὐκ ἔσται π. (v.l. πυροφόρος) τῷ οἴκῳ Ἠσαύ LXX Ob.18.    3 π. ἡ ἐκ Δελφῶν bearer of sacred fire from Delphi, SIG711 D 22 (ii B.C.), cf. 728I (i B.C.); Φοίβου πυρφόροι IG4.666.15 (Lerna); also in a Bacchic thiasos, AJA37.253 (Latium, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 825] Feuer tragend, bringend; κεραυνός, Blitz, Pind. N. 10, 71, wie Aesch. Spt. 425; Soph. O. C. 1654 O. R. 200; ἀνήρ, Aesch. Spt. 414; bei Soph. Ant. 135 heißt Kapaneus so, der die Fackel schwang; auch ἀστεροπητής, Zeus, Phil. 1183; und Prometheus, O. C. 55; aber auch von der Pest, O. R. 27; von Fackeln, τὰς πυρφόρους Ἀρτέμιδος αἴγλας, O. R. 206; θεά, Demeter, Eur. Suppl. 260; ἀστήρ, Ar. Th. 1050; ἔγχος Διός, Av. 1745. – Im Heere der Lacedämonier hieß so der Priester, der das ewige Opferfeuer im Brand erhielt, Xen. Lac. 13, 2 (vgl. Poll. 1, 14. 8, 116); dah. sprichwörtlich von einer gänzlichen Niederlage ἔδει δὲ μηδὲ πυρφόρον περιγενέσθαι, Her. 8, 6. – Von einer Maschine, mit welcher Feuer auf die feindlichen Schiffe geschleudert wird, Pol. 21, 5, 1; auch ὀϊστοί, Thuc. 2, 75, Brandpfeile, die zünden, wohin sie treffen; – ἀγγεῖον, ein Feuermaterie enthaltendes Gefäß, Poll. 10, 104.

Greek (Liddell-Scott)

πυρφόρος: -ον, ὁ φέρων πῦρ, Αἰσχύλ. Θήβ. 432· μάλιστα ἐπὶ κεραυνοῦ ἢ ἀστραπῆς, π. κεραυνὸς Πινδ. Ν. 10. 132, Αἰσχύλ. Θηβ. 444, Σοφ. Ο. Κ. 1658· ἀστραπαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 200· ἔγχος Διὸς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1749· καὶ οὕτω πιθανῶς, πυρφόρος αἰθέρος ἀστὴρ ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 1050· -πυρφόροι οἰστοὶ, βέλη ἔχοντα εὐφλέκτους οὐσίας προσδεδεμένας καὶ ἀνημμένας ὥστε νὰ δύνανται νὰ πυρπολῶσι πᾶν ξύλινον κατασκεύασμα, Θουκ. 1. 75· οὕτω μόνον πυρφόρα ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 88· - ὡσαύτως πυρφόρος, ὁ, μηχανὴ ἐξακοντίζουσα πῦρ, Πολύβ. 21. 5, 1· πρβλ. πυροβόλος. ΙΙ. ἰδιαιτέρως, 1) ἐπίθετον πολλῶν θεοτήτων, οἷον τοῦ Διὸς διὰ τοὺς κεραυνοὺς αὐτοῦ, Σοφ. Φιλ. 1198, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1751· τῆς Δήμητρος διὰ τοὺς πυρούς, οὓς οἱ λατρεύοντες αὐτὴν ἔφερον (πρβλ. δᾳδοῦχος), Εὐρ. Ἱκ. 260, πρβλ. Φοιν. 687· τῆς Ἀρτέμιδος (πρβλ. ἀμφίπυρος), Σοφ. Ο. Τ. 206· ἱερέως τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 402, πρβλ. 1178, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 42. 2) Προμηθεὺς π., ὁ τὸ πῦρ φέρων, ὄνομα τοῦ Προμηθέως ἐν Σατυρικῷ τινι δράματι τοῦ Αἰσχύλου, ἀνθ’ οὗ ὁ Πολυδ. Θ΄, 156, Ι΄, 64, ἔχει πυρκαεύς, ἴσως συγχέων αὐτὸ πρὸς τὸ Ναύπλιος πυρκαεὺς τοῦ Σοφοκλ., ἴδε Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 187, Σοφ. Ο. Κ. 55· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ Καπανέως, Αἰσχύλ. Θήβ. 452, Σοφ. Ἀντ. 135· ἐπὶ τοῦ Ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 88· - ἀλλὰ θεὸς πυρφόρος καλεῖται ὁ φλέγων θεός, δηλ. ὁ φέρων πυρετὸν ἢ λοιμόν, Σοφ. Ο. Τ. 27. 3) ὁ πυρφόρος, ἐν τῷ στρατῷ τῶν Λακεδαιμονίων ἦτο ὁ ἱερεὺς ὁ διατηρῶν τὸ πρὸς θυσίας ἱερὸν πῦρ, ὅπερ οὐδέποτε ἐσβέννυτο, Ξεν. Λακ. 13, 2. πρβλ. Sturz Λεξ. Ξεν. ἐν λέξ.· ἐντεῦθεν ἐπὶ ὁλοσχεροῦς ἥττης, ἕδεε δὲ μηδὲ πυρφόρον… περιγενέσθαι Ἡρόδ. 8. 6, πρβλ. Δίωνα Κ. 39. 45, Παροιμιογρ.