ἐγχειρίδιος
English (LSJ)
ον, (χείρ)
A in the hand, ἱκετῶν κλάδοι A.Supp.21 (anap.). II as Subst., ἐγχειρ-ίδιον, τό, hand-knife, dagger, Hdt.1.12,214, Th.3.70, etc.; ἐγχειριδίῳ πλήττειν Lys.4.6, etc. 2 handle, Thphr.HP4.3.4, Callix.1. 3 manual, handbook, title of works by Epict. and others, cf. Demetr.Lac.Herc.1013.12 F., Philostr. VS2.1.14, Longin.Proll.Heph.p.86 C. 4 tool, implement, LXX Ex.20.25. [-ῐδιον Hermipp.46.]
German (Pape)
[Seite 713] in der Hand (gehalten), κλάδοι, Aesch. Suppl. 22. Daher τὸ ἐγχειρίδιον, Handmesser, Dolch, Her. 1, 12; Plat. Gorg. 469 d; Xen. Hell. 2, 3, 23; Thuc. 3, 70 u. sonst; Handgriff, κώπης Ath. V, 204 a; Poll. 1, 90; Handhabe, Theophr. Bei Sp., wie Longin. u. Philostr., = Handbuch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχειρίδιος: -ον, (χεὶρ) ὁ ἐν τῇ χειρί, ἱκετῶν ἐγχειριδίοις... κλάδοισιν; Αἰσχύλ. Ἱκ. 22. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐγχειρίδιον, τό, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, μαχαίριον, «μαχαῖρι τοῦ ζωναριοῦ», «λάζος», «στιλέτο», Ἡρόδ. 1. 12, 214, κτλ., Θουκ. 3. 70· ἐγχειριδίῳ πλήττειν Λυσ. 101. 13, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐγχειρίδια· σκεύη καὶ ὄργανα σκευῶν, ἤγουν δόρατα καὶ τὰ ἐν χειρὶ (μαχαίρια)». 2) λαβή, Θεόφρ. Ἱστ. Φ. 4. 3, 3, Ἀθήν. 204Α. 3) σύντομον βιβλίον, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν· προσέτι, ὄνομα πραγματείας τοῦ Ἐπικτήτου -ῑδιον, Meineke Μένανδ. σ. 160.