συνδιοικέω

From LSJ
Revision as of 10:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιοικέω Medium diacritics: συνδιοικέω Low diacritics: συνδιοικέω Capitals: ΣΥΝΔΙΟΙΚΕΩ
Transliteration A: syndioikéō Transliteration B: syndioikeō Transliteration C: syndioikeo Beta Code: sundioike/w

English (LSJ)

   A administer together, Is.7.9, Plb.6.11a.7; ἀγῶνα Milet.1(7).203a17 (ii B.C.); τινι with one, D.24.160; bring about together with, μετὰ τῆς πρες βείας, ὅπως . . SIG353.5 (Ephesus, iv B.C.):—Med., παρὰ τῶν πρυτάνεων, ὅπως . . Thphr.Char.21.11 (s.v.l.):—Pass., share the advantage of, τὰ φυτὰ τῇ [τῶν μεγάλων δενδρῶν] -ούμενα στερεότητι Sor.1.96.

German (Pape)

[Seite 1008] mit od. zugleich verwalten, anordnen, τινί, mit Einem; Is. 7, 9; Dem. 24, 160.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιοικέω: διοικῶ ὁμοῦ, Ἰσαῖ. 64. 15, Πολύβ., κλπ.˙ τινι, μετά τινος, Δημ. 750. 11. ― Μέσ., συνδιοικήσασθαι μετὰ τῶν πρυτάνεων Θεοφρ. Χαρ. 21.