ποιμένιος
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
α, ον, rare synonym of ποιμενικός, κάματοι, δόναξ, AP 6.73 (Maced.), APl.4.226 (Alc.).
German (Pape)
[Seite 651] seltnere poet. Form statt ποιμενικός; Col. 109; νάπαι, Ep. ad. 647 (VII, 717); δόναξ, Alc. 12 (Plan. 226); Jac. A. P. p. 866.
Greek (Liddell-Scott)
ποιμένιος: -α, -ον, σπάνιος τύπος τοῦ ποιμενικός, Ἀνθ. Π. 6. 73, 8. 22, κλπ.