ποιμένιος

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιμένιος Medium diacritics: ποιμένιος Low diacritics: ποιμένιος Capitals: ΠΟΙΜΕΝΙΟΣ
Transliteration A: poiménios Transliteration B: poimenios Transliteration C: poimenios Beta Code: poime/nios

English (LSJ)

α, ον, rare synonym of ποιμενικός, κάματοι, δόναξ, AP 6.73 (Maced.), APl.4.226 (Alc.).

German (Pape)

[Seite 651] seltnere poet. Form statt ποιμενικός; Col. 109; νάπαι, Ep. ad. 647 (VII, 717); δόναξ, Alc. 12 (Plan. 226); Jac. A. P. p. 866.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποιμένιος -α -ον [ποιμήν] herders-.

Russian (Dvoretsky)

ποιμένιος: Anth. = ποιμενικός.

Greek (Liddell-Scott)

ποιμένιος: -α, -ον, σπάνιος τύπος τοῦ ποιμενικός, Ἀνθ. Π. 6. 73, 8. 22, κλπ.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α ποιμήν, -μένος
σπάν. τ. του ποιμενικός.

Greek Monotonic

ποιμένιος: -α, -ον, = ποιμενικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

ποιμένιος, η, ον = ποιμενικός, Anth.]