χωστρίς

From LSJ
Revision as of 10:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωστρίς Medium diacritics: χωστρίς Low diacritics: χωστρίς Capitals: ΧΩΣΤΡΙΣ
Transliteration A: chōstrís Transliteration B: chōstris Transliteration C: chostris Beta Code: xwstri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (χώννυμι) χελώνη χ. a shed to protect besiegers in

   A filling up the ditch of a town, Plb.9.41.1, D.H.9.68(pl.), Onos.42.3, Ath.Mech.18.8, al.; without χελώνη, Ph.Bel.97.28, Did.ad D.11.22; χωστρίδες distd. fr. χελῶναι, D.S.24.1; opp. χελῶναι κριοφόροι, Id.20.91.

German (Pape)

[Seite 1389] ίδος, ἡ, ein Sturmdach, unter dem die Belagerer einer Stadt Gräben zuschütten, D. Hal. 9, 68 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

χωστρίς: -ίδος, ἡ, (χώννυμι) χελώνη χ., κατασκεύασμά τι ἐν εἴδει χελώνης ἢ σκιάδος προφυλάττον τοὺς πολιορκοῦντας ἀσχολουμένους νὰ πληρώσωσι διὰ χώματος τὴν τάφρον ὀχυρώματός τινος ἢ πόλεως, Πολύβ. 9. 41, 1, κλπ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χελ. κριοφόροι, Διόδ. 20. 91· ἰδὲ ἐν λ. χελώνη ΙΙΙ.