χωστρίς
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (χώννυμι) χελώνη χ. a shed to protect besiegers in
A filling up the ditch of a town, Plb.9.41.1, D.H.9.68(pl.), Onos.42.3, Ath.Mech.18.8, al.; without χελώνη, Ph.Bel.97.28, Did.ad D.11.22; χωστρίδες distd. fr. χελῶναι, D.S.24.1; opp. χελῶναι κριοφόροι, Id.20.91.
German (Pape)
[Seite 1389] ίδος, ἡ, ein Sturmdach, unter dem die Belagerer einer Stadt Gräben zuschütten, D. Hal. 9, 68 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
χωστρίς: -ίδος, ἡ, (χώννυμι) χελώνη χ., κατασκεύασμά τι ἐν εἴδει χελώνης ἢ σκιάδος προφυλάττον τοὺς πολιορκοῦντας ἀσχολουμένους νὰ πληρώσωσι διὰ χώματος τὴν τάφρον ὀχυρώματός τινος ἢ πόλεως, Πολύβ. 9. 41, 1, κλπ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χελ. κριοφόροι, Διόδ. 20. 91· ἰδὲ ἐν λ. χελώνη ΙΙΙ.