καταντλέω

Revision as of 10:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A pour water or liquid down one's throat, Alex.85; pour over, εἰς τὰ λοιπὰ μέρη τοῦ σώματος κατήντλουσαν (3pl. impf.) PSI 3.168 (ii A.D.): metaph., pour a flood of words over, ταῦτά τινος Ar. V.483; κ. λόγον κατὰ τῶν ὤτων Pl.R.344d; φιλοσοφίας γέλωτα κ. ib. 536b; τὰ ποιήματα ημῶν κ. Id.Ly.204d:—Pass., metaph., -ούμενος ταῖς τῶν βασάνων τρικυμίαις LXX 4 Ma.7.2.    2 bathe, κ. τι ἐλαίῳ Gal.8.366; τὴν ὁδὸν αἵματι J.AJ8.4.1:—Pass., μύροις Id.BJ4.9.10.

German (Pape)

[Seite 1366] darauf-, darübergießen, -schütten, nach Moeris hellenistisch für αἰονᾶν, Medic. u. Sp., wie Ios.; warme Umschläge, Bähungen auf Etwas machen, übertr., ὅταν ξυνήγορος ταὐτὰ ταῦτά σου καταντλῇ Ar. Vesp. 483, Plat. Rep. I, 344 d ὥςπερ βαλανεὺς ἡμῶν καταντλήσας κατὰ τῶν ὤτων ἀθρόον καὶ πολὺν τὸν λόγον; γέλωτά τινος, Einen oder Etwas mit Lachen, mit Spott überhäufen, VII, 536 b; Ath. V, 221 a.

Greek (Liddell-Scott)

καταντλέω: ἐπιχέω ὕδωρ ἢ ὑγρὸν μετὰ πολλῆς ἀφθονίας ἐπί τινος ὑποκειμένου, Ἄλεξ. ἐν «Ἡσ.» 1· «τὸ αἰονᾶν Ἀττικόν· τὸ καταντλεῖν Ἑλληνικὸν» Μοῖρις·- μεταφ., κατακλύζω διὰ φλυαρίας, «πνίγω μὲ τὰ λόγια», τινὸς Ἀριστοφ. Σφ. 483· οὕτω, κ. λόγον κατὰ τῶν ὤτων ὥσπερ βαλανεὺς Πλάτ. Πολ. 344D· γέλωτα καταντλήσομεν τῆς φιλοσοφίας αὐτόθι 536Β· τὰ ποιήματα ἡμῶν κ., ἐπιχέει ἄνωθεν ἡμῶν χείμαρρον ποιημάτων, μᾶς καταπνίγει δι’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 204D· ἱερείων πολλῶν αἵματι τὴν ὁδὸν κ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 4, 10· καὶ τὸ παθητ., κατηντλῆσθαι σφοδροῖς λόγοις Ἀθήν. 221Α· καταντλοῦμαι μύροις Ἰώσηπ. 2) λούω, καταβρέχω, πλύνω μὲ ὕδωρ (σύνηθες τοῖς ἰατροῖς, ὡς καὶ τὸ ἐπαντλεῖν), κ. ὕδατι θερμῷ ἢ ἐλαίῳ τὸ πεπονθὸς μόριον Γαλην. (;)· κ. θαλάσσῃ τὰ ἕλκη Διοσκ.· καὶ Παθ., ἔλαιον καταντλεῖται, χάριν θεραπείας, Ἀφροδ. πρβλ. 1. 50.