βασκαίνω

From LSJ
Revision as of 10:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βασκαίνω Medium diacritics: βασκαίνω Low diacritics: βασκαίνω Capitals: ΒΑΣΚΑΙΝΩ
Transliteration A: baskaínō Transliteration B: baskainō Transliteration C: vaskaino Beta Code: baskai/nw

English (LSJ)

fut.

   A -ᾰνῶ LXX De.28.56: aor. ἐβάσκηνα Philostr. (v. infr.), -ᾱνα Arist.Pr.926b24:—Pass., aor. ἐβασκάνθην (v. infr.):—bewitch by the evil eye, etc., Arist. l.c., LXX De.28.56: metaph., Ep.Gal.3.1; ἐβάσκηνε πάντα . . τύχη Hdn.2.4.5:—Pass., ὡς μὴ βασκανθῶσι Arist.Fr.347; ὡς μὴ βασκανθῶ τρὶς ἔπτυσα Theoc.6.39.    II c. acc., malign, disparage, Pherecr.174, D.8.19; ἄν τι δύσκολον συμβαίνῃ τοῦτο βασκαίνει Id.18.189; εἰσίν τινες . . οὓ τὸ βασκαίνειν τπέφει Dionys.Com.11:—Pass., ὑπὸ τῶν ἀντιτέχνων βασκανθῆναι Str.14.2.7.    2 c. dat., envy, grudge, D.20.24, etc.; τινί τινος grudge one a thing, D.Chr.78.37, Philostr.VA6.12; τινὶ ἐπί τινι D.Chr. 78.25: abs., Luc.Nav.17: τινός keep to oneself, Id.Philops.35.    3 c. acc. et inf., μὴ βασκήνας γελάσαι καὶ ἄλλον Ael.VH14.20.

German (Pape)

[Seite 438] (vgl. βάζω, βάσκω), 1) Einem Uebles nachreden, verläumden, τινά Dem. 8, 19. 18, 189; D. Sic. 4, 6; VLL. μέμφεται, αἰτιᾶται; häufig bei Sp. – 2) Einem Uebles anreden, ihn beschreien, beheren, τινά, vgl. bes. Arist. Probl. 34, 20; ὡς μὴ βασκανθῶ Theocr. 6, 39; Plut. Sympos. V, 7. Die Alten leiten es fälschlich von φάεσι καίνω ab, weil man bes. den bösen Blick als Mittel des Beherens fürchtete. Ueberh. – 3) beneiden, τινί Dem. 20, 24; Sp. τινί τινος, ἐπί τινι, Luc. Navig. 17; τινός Philops. 35.

Greek (Liddell-Scott)

βασκαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ· ἀόρ. ἐβάσκηνα, ᾱνα, Ἀριστ. Προβλ. 20.34. –Παθ. ἀόρ. ἐβασκάνθην.
1) μ. αἰτιατ., ὀνειδίζω, ψέγω, κακολογῶ, συκοφαντῶ,αἰτιῶμαι, μέμφομαι, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 8, Δημ. 94.19· ἄν τι δύσκολον συμβῇ τοῦτο βασκαίνει ὁ αὐτ. 291.21· εἰσί τινες …οὓς τὸ βασκαίνειν τρέφει Διονύσ. ἐν Ἀδήλ. 1.6. 2) μ. δοτ., φθονῶ, φειδωλεύομαι να παράσχω, Δημ. 464.11, κτλ. τινί τινος, φθονῶ τινα διά τι, Φιλόστρ. 250, πρβλ. Λουκ. Φιλοψ. 35· ἐπί τινι ὁ αὐτ. Πλοί. 17. ΙΙ. μεταχειρίζομαι κακὰς λέξεις, μαγεύω τινὰ διὰ μαγείας, κακοῦ οφθαλμοῦ, κτλ., Ἀριστ. Προβλ. 20.34· ἐβάσκηνε πάντα…τύχη Ἡρῳδιαν. 2.4. – Παθ., ἵνα μὴ βασκανθῶσι Ἀριστ. Ἀποσπ. 271· - ἡ μαγικὰ ἐνέργεια κατεστρέφετο ἄν τις ἔπτυε τρίς, Θεόκρ. 6.39
(Ἡ συγγένεια τῆς λέξεως πρὸς τὸ Λατ. fascino, ὡς ἐκ PΦΑΣ αμφιβάλλεται ὑπὸ τοῦ Κουρτίου).