πλειστονίκης
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A victor in many contests, SIG 1073.3 (Olympia, ii A.D.), BSA26.167 (Sparta, ii A.D., πλιστ-), etc.
Greek (Liddell-Scott)
πλειστονίκης: [ῑ], -ου, ὁ ἀράμενος πλείστας νίκας, Συλλ. Ἐπιγρ. 1363. 17., 1364b, 9, 2813, 2935. κ. ἀλλ.