ἐκκλητικός
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
ή, όν,
A provocative, stimulative, ὀρέξεως Dsc.2.151. Adv. -κῶς Suid.
German (Pape)
[Seite 763] ή, όν, herausrufend, reizend, erregend, τινός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκλητικός: -ή, -όν, ὁ προκαλῶν, προκλητικός, τινος Κλήμ. Ἀλ. 173. ― Ἐπίρρ. -κῶς Σουΐδ.