τετραβαρής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A four times as heavy, Alc. 153, in poet. gen. pl. τετραβαρήων.
German (Pape)
[Seite 1096] ές, viermal das Gewicht habend, viermal so schwer, Alcaeus bei Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰβᾰρής: -ές, τετραπλάσιος τὸ βάρος, Ἀλκαῖ. 147, ἐν τῇ ποιητ. γεν. πληθ. τετραβαρήων.