στεφανωματικός
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ή, όν,
A used for making garlands, Thphr.HP1.12.4, 6.6.1, al.; λυχνὶς σ. Dsc.3.100; ἕρπυλλος ib.38.
German (Pape)
[Seite 940] zum Kranze gehörig, passend, Diosc. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
στεφᾰνωματικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στέφανον, χρησιμεύων ὡς στεφάνωμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 4, Διοσκ.