ἁρπακτήρ
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A robber, Il.24.262, Opp.H.1.373; Περσεφονείης Nonn.D.6.92, Jul. Or.2.87a.
German (Pape)
[Seite 358] ῆρος, ὁ, der Räuber, Il. 24, 262 u. sp. D., z. B. Ἅιδης Callim. ep. 47 (VII, 80).
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπακτήρ: ὁ ληστής, Ἰλ. Ω. 262, Ὀππ. Ἁλ. 1. 373· ὡσαύτως Καλλ. Ἐπιγράμμ. 2. 6, μετὰ διαφ. γραφ. ἁρπακτής, Γλωσσ., προσέτι, ἁρπάκτωρ, ἐν Ἐφραίμ. Καισ. 1194.