παρηδύνω
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
[ῡ],
A sweeten or season, Dorio ap.Ath.7.309f : metaph., of language, D.H.Dem.45.
German (Pape)
[Seite 520] daneben, dabei, ein wenig süß machen, würzen, Dorio bei Ath. VII, 309 f; übertr. von der Rede, D. Hal. de adm. vi Dem. 45.
Greek (Liddell-Scott)
παρηδύνω: [ῠ], ἡδύνω ἠ καρυκεύω ὀλίγον, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 309F· μεταφορ. ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. περὶ Δημοσθ. 45.