ἀλιτήριος
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ον, (ἀλιτεῖν)
A sinning or offending against, c. gen., τῶν ἀλιτηρίων . . τῶν τῆς θεοῦ Ar.Eq.445; ἐναγεῖς καὶ ἀ. τῆς θεοῦ Th. 1.126; but κοινὸν ἀλιτήριον τῶν ὀλωλότων. . ἁπάντων common plague of all, D.18.159; ἀλιτήριος Ἑλλάδος Aeschin.3.157, cf. Din.1.77. 2 abs., guilty, D.19.197, Lys.13.79, And.1.130; Πρωταγόρας . . ἁλιτήριος (i.e.ὁ ἀ.) Eup.146b, cf.96, Men.563. II = ἀλάστωρ, avenging spirit, Antipho 4.1.4, 4.2.8.
German (Pape)
[Seite 99] ον, 1) dass., θεοῦ ἀλιτήριοι, Frevler gegen eine Gottheit, Ar. Eqe. 443; Thuc. 1, 126; θεῶν Andoc. 1, 51; vgl. Pol. 32, 21, 3; φιλάργυρος καὶ ἀλ. Eub. Ath. III, 108; Eupol. b. D. L. 9, 50 nennt den Pythagoras so. – 2) wer eine Sündenschuld auf sich geladen hat und dah. durch seine Nähe Verderben bringt, Verderben, Pest, κοινὸς ἀλιτήριος ἁπάντων τῶν μετὰ ταῦτα ἀπολωλότων Dem. 18, 159; τῆς Ἑλλάδος Din. 1, 77; Aesch. 3, 131, womit man vgl. ἀλιτήριον ἐν οἰκίᾳ τρέφειν Andoc. 1, 130. – 3) die rächende Strafgottheit, ἀλιτηρίους ἕξομεν τοὺς τῶν ἀποθανόντων προστροπαίους Antiph. IV α 4; vgl. 3; Poll. 5, 131 δαίμονες ἀλιτήριοι. [Obwohl der Zusammenhang mit ἀλιτεῖν deutlich, so haben die Alten doch wunderliche Ableitungen; vgl. Plut. Qu. gr. 25. Das ι in der zweiten Sylbe ist kurz; vgl. die Ausleger zu Soph. O. C. 372.]
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῐτήριος: -ον, (ἀλιτεῖν) ὁ ἁμαρτάνων εἴς τινα, ἀνόσιος πρός τι· «ἁμαρτωλός,.., θανάτου αἴτιος καὶ ἔνοχος», Ἡσύχ., μ. γεν., τῶν ἀλιτηρίων … τῶν τῆς θεοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 445, ἐναγεῖς καὶ ἀλ. τῆς θεοῦ, Θουκ. 1. 126· οὕτω: κοινὸν ἀλιτήριον … ἁπάντων, ἡ κοινὴ μάστιξ πάντων, Δημ. 280. 27· ἀλιτήριος Ἑλλάδος, Αἰσχίν. 76. 7. 2) ἀπολ., ἁμαρτωλός, ἔνοχος, Λατ. homo piacularis, Λυσ. 137. 19, Ἀνδοκ. 17. 11, Πρωταγόρας … ἀλιτήριος (δηλ. ὁ ἀλ.), Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 10· ἐν «Δήμοις» 7, Μενάνδ. Ἄδηλ. 38. ΙΙ. = ἀλάστωρ, τὸ ἐκδικούμενον πνεῦμα, Ἀντιφῶν 125. 32., 127. 1· πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λέξει.