λευκωματώδης
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
Full diacritics: λευκωματώδης | Medium diacritics: λευκωματώδης | Low diacritics: λευκωματώδης | Capitals: ΛΕΥΚΩΜΑΤΩΔΗΣ |
Transliteration A: leukōmatṓdēs | Transliteration B: leukōmatōdēs | Transliteration C: lefkomatodis | Beta Code: leukwmatw/dhs |
ες,
A of the nature of λεύκωμα 11.2, πάθβς Erot. s.v. ἄργεμον.
[Seite 36] ες, dem weißen Staar ähnlich, Erotian.
λευκωματώδης: -ες, (εἶδος) πάσχων ἐκ καταρράκτου, Ἐρωτιαν. σ. 66.