θαρσύς
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
German (Pape)
[Seite 1187] εῖα, ύ, als v. l. von θρασύς, hier und da, s. dieses.
Greek (Liddell-Scott)
θαρσύς: -εῖα, ύ, πλήρης θάρρους, Φίλων 2. 665, διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 77· ἴδε θράσος.