κρίβανον
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
English (LSJ)
[ῑ], τό, = sq, Pherecr.169.
Greek (Liddell-Scott)
κρίβᾰνον: ῑ, τό, = τῷ ἑπομ., Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 80.