Συβαρίζω
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
A live like a Sybarite or voluptuary, Archyt. ap. Stob.4.1.138.
Greek (Liddell-Scott)
Σῠβᾰρίζω: μέλλ. -ίσω, ζῶ ὡς Συβαρίτης, ζῶ φιληδόνως, τρυφῶ, Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 269. 52· - συβαρίζειν ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 344, καὶ συβαρισμός παρὰ Φρυνίχῳ τῷ Κωμικῷ κατὰ τὸν Σχολιαστ. Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ., μετὰ ῡ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις, ἐνῷ τὸ υ τοῦ Σύβαρις καὶ τῶν παραγώγων εἶναι βραχύ· ἐντεῦθεν ὁ Meineke διώρθωσε παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. σῡβριάζειν (ἴδε τὴν λέξ.), καὶ παρὰ Φρυνίχ. ἔνθ’ ἀνωτ. Συβαριασμός.