κωλῆ
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ἡ, contr. from κωλέα, which occurs in Anaxipp.1.38, LXX 1 Ki.9.24: κωλία (v. κωλίαν) is a dialectal form: (κῶλον):—
A thighbone with the flesh on it, ham, esp. of a swine, Ar.Pl.1128, Fr.224, X. Cyn.50.30, Pl.Com.17(pl.), Amips.7; ἐρίφου Xenoph.6.1; βοὸς κ. Luc.Lex.6; the portion of the priestess at a sacrifice, IG22.1361.5, SIG1015.10 (Halic.), etc. II membrum virile, Ar.Nu.989, 1019.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῆ: ἡ συνῃρ. ἐκ τοῦ κωλέα, ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν Ἀναξίππ. ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 38· (κῶλον)· ― ὀστοῦν τοῦ μηροῦ μετὰ σαρκὸς ἐπ’ αὐτοῦ, Τουρκ. «μποῦτι», κυρίως χοίρειον, «χοιρομέρι», Ἀρι. Πλ. 1128, Ἀποσπ. 5, Ξεν. Κυν. 50, 30, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 368D· ἐρίφων Ξενοφάν. 5. 1· βοὸς κ. Λουκ. Λεξιφ. 6· τὸ μερίδιον ἱερείας ἐν θυσίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 10. ― Συνών. τύποι εἶναι: κωλεός, κωλήν, πρβλ. κώληψ· τὸ κωλία παρ’ Ἡσύχ. εἶναι πιθ. Βοιωτ., ἴδε Schmidt. ΙΙ. τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, ψωλή, πυγὴν μικράν, κωλὴν μεγάλην Ἀριστοφ. Νεφ. 1018, πρβλ. 989.